- ισάδα
- ισάδα, η και ισιάδα, η1. το να είναι κάποιος ίσος.2. ίσιο μέρος, ίσιωμα: Οι ορειβάτες σταμάτησαν σε μια ισιάδα για να ξεκουραστούν.3. μτφ., δικαιοσύνη, ειλικρίνεια, τιμιότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.