ισάδα

ισάδα
ισάδα, η και ισιάδα, η
1. το να είναι κάποιος ίσος.
2. ίσιο μέρος, ίσιωμα: Οι ορειβάτες σταμάτησαν σε μια ισιάδα για να ξεκουραστούν.
3. μτφ., δικαιοσύνη, ειλικρίνεια, τιμιότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισάδα — και ισιάδα, η 1. η ιδιότητα τού ίσου, ισότητα, ευθύτητα, ομαλότητα 2. ίσος και ομαλός δρόμος 3. δικαιοσύνη, ειλικρίνεια, τιμιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παραγ. κατάλ. άδα* (πρβλ. ζαλ άδα, φρονιμ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • ισιάδα — η βλ. ισάδα …   Dictionary of Greek

  • σιάδι — το, Ν επίπεδη, ομαλή επιφάνεια, ίσιωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισιάδα / ισάδα* + υποκορ. κατάλ. ι(ον), με σίγηση τού αρκτικού ι ] …   Dictionary of Greek

  • ισιάδα — η βλ. ισάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”